Αλληλεγγύη στους 4 συλληφθέντες που διώκονται με κατασκευασμένες κατηγορίες για συμμετοχή σε συγκρούσεις με χρυσαυγίτες στις 11/10/2012 στα Ψηλαλώνια

 

Ξημερώματα της 11/10/2012, η κατάληψη Μαραγκοπούλειο δέχεται οργανωμένη επίθεση από ομάδα 20 χρυσαυγιτών, εφορμώμενων από την ψησταριά «Ψηταλώνια» (ιδιοκτησίας Σίψα, γνωστού για τη δράση του, φασίστα και πρώην γενικού γραμματέα της τοπικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής), οι οποίοι και απωθούνται επιτυχώς από πλήθος αντιφασιστών που συνέρρευσαν στο χώρο της κατάληψης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, η κατάληψη γίνεται σημείο αναφοράς για κόσμο που θέλει να ενημερωθεί και να στηρίξει. Το ίδιο βράδυ, αρκετή ώρα μετά τα γεγονότα και σε μέρος άσχετο με την κατάληψη προσάγονται 9 άτομα, σε διαφορετικά σημεία μεταξύ τους, εκ των οποίων οι 5 γυναίκες αφήνονται και οι 4 άντρες αντιμετωπίζουν ένα χαλκευμένο κατηγορητήριο σε βαθμό κακουργήματος, που αργότερα θα μετατραπεί σε πλημμεληματικό βαθμό. Οι συλληφθέντες υπόκεινται πολυήμερη κράτηση στα μπουντρούμια της Ερμού και αφήνονται με περιοριστικούς όρους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Ένα δυναμικό κίνημα αλληλεγγύης συσπειρώνεται γύρω από τις διώξεις των τεσσάρων και μορφοποιείται σε αλλεπάλληλες συγκεντρώσεις έξω από τα δικαστήρια, συνελεύσεις, πορείες, συναυλίες και εκδηλώσεις.

Η κοινωνικοπολιτική συνθήκη του τότε δεν απέχει πολύ από τη σημερινή, με τη βασικότερη διαφορά να εντοπίζεται στο ότι πλέον διανύουμε μια περίοδο όπου έχει επικρατήσει μια λεπτή κοινωνική ισορροπία τρόμου. Η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών, η βίαιη καταστολή αγωνιζομένων, η επιβίωση στο όριο της ανέχειας, η συνεχής υποτίμηση των ζωών μας και η επέλαση του κεφαλαίου σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας συνιστούν στιγμιότυπα των δύο – τριών προηγούμενων ετών που ταυτόχρονα ανέδειξαν τις μορφές πάλης, στις οποίες μπορεί να μετουσιωθεί η διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια. Καθώς, λοιπόν, ένα σεβαστό κομμάτι των από κάτω επιλέγει το δρόμο του αγώνα αλλά και ένα ακόμη μεγαλύτερο να βρίσκεται σε μια κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας και σύγχυσης, μέσα σε ένα θολό τοπίο δυσπιστίας και απαξίωσης ως προς το status quo, εμφανίζεται η Χρυσή Αυγή για να σπείρει τον ολοκληρωτικό και αποπροσανατολιστικό της λόγο, φτύνοντας ρατσισμό και μισαλλοδοξία.

Ταυτόχρονα διευκολύνει την επέλαση του κεφαλαίου μέσω της κοινοβουλευτικής της δράσης (συναίνεση στην επένδυση για τις Σκουριές, στο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, στην άρση της φορολογίας των εφοπλιστών κ.ο.κ.) και μετατοπίζει το κεντρικό πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά. Φυσικά από την ατζέντα δε θα μπορούσε να λείπει και ο εξ απαλών ονύχων στόχος της Χ.Α. που καταδεικνύει και το γνήσιο παρακρατικό της χαρακτήρα, η επίθεση σε αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και εν γένει αγωνιστές, σε μετανάστες, ομοφυλόφιλους και σε όποιον-α εν τέλει αποκλίνει της κυρίαρχης νόρμας, τόσο με φυσικά μέσα, όσο και σε επίπεδο ρητορικής. Στο στόχαστρο μπαίνουν και κινηματικές υποδομές, οι οποίες αποτελούν το απώτερο διακύβευμα ενός πιο έντεχνου σχεδίου. Ακολουθώντας τη στρατηγική της έντασης, οι επιθέσεις εκείνο το διάστημα ενάντια στην κατάληψη Μαραγκοπούλειο αλλά και σε άλλες καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους (Villa Amalias, Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά, Δράκα, Apertus κ.ά.), πραγματοποιούμενες πάντα υπό την αιγίδα και τη καθοδήγηση των αρχών, αποσκοπούσαν σε κάτι περισσότερο από τη φυσική τους φθορά: στόχευαν στο να θέσουν το ζήτημα της δημόσιας τάξης στο ίδιο το κράτος, ανοίγοντας το δρόμο στην καταστολή να εγγυηθεί για την ομαλότητα και τη διαφύλαξη της τάξης και της ασφάλειας.

Οι εξελίξεις των τελευταίων 2 ετών σηματοδότησαν την αναπροσαρμογή της στρατηγικής της κυριαρχίας απέναντι στα κινήματα και τον επαναπροσδιορισμό των πολυπλόκαμων σχέσεων κράτους – παρακράτους. Η δολοφονία Φύσσα από το τάγμα εφόδου Νίκαιας και οι ακόλουθες διώξεις βουλευτών και μελών της Χ.Α. με την επιπρόσθετη κατηγορία περί συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης επέφεραν πολλαπλές μεταβολές στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Αρχικά, η ίδια η δολοφονία, με τα εξίσου σημαντικά παρελκόμενά της, κατέδειξε και το όριο της αυτονομίας που μπορεί να απολαμβάνει το παρακρατικό κοινοβουλευτικό (μέχρι στιγμής) μόρφωμα. Η χρυσή αυγή μπορεί να εκγυμνάζει τα μέλη της (και ένα διόλου αξιοσέβαστο κομμάτι του κοινωνικού σώματος) σε επιθετικές πρακτικές και ρητορεία απέναντι σε οποιονδήποτε εκφεύγει από το κανονιστικό πλαίσιο που θέλει να επιβάλει η κυριαρχία, αλλά μέχρι ένα σημείο. Μέχρι το σημείο όπου δε θα είναι εφικτό να ξεκλειδωθούν αντανακλαστικά κοινωνικής αντίστασης και εξέγερσης από τα κομμάτια που στοχοποιεί. Κάτι που συνέβει από το πρώτο πρωί μετά τη δολοφονία Φύσσα, όπου βρήκε χιλιάδες κόσμου ανά την επικράτεια να βγαίνει στους δρόμους και να κινείται επιθετικά απέναντι σε γραφεία των χρυσαυγιτών αλλά και στόχους σύμβολα της κυριαρχίας. Αυτήν ακριβώς τη συνθήκη ήρθαν να απαντήσουν και οι διώξεις των νεοναζί, ο χαρακτηρισμός εγκληματική οργάνωση και το παιχνίδι του κρατικού αντιφασισμού. Προφανώς, έπρεπε να καλυφθεί εκείνο το κενό, πάνω στο οποίο υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να συγκροτηθεί μια διαδικασία αγώνα. Το συνταγματικό τόξο έπρεπε να ανασυνταχθεί, η δημοκρατία να θωρακιστεί απέναντι στη βία και η κοινωνία να μην “παρασυρθεί” στην ένταση.

Για να μην μακρυγορούμε όμως, μπορεί να έχουν προφυλακιστεί κάποια πρωτοκλασάτα στελέχη των φασιστών, μπορεί στο μέλλον και να πάψει να υφίσταται η Χ.Α. ως τέτοια, αλλά οι διεργασίες εκφασισμού που δοκιμάστηκαν και (λιγότερο ή περισσότερο) εδραιώθηκαν στη βάση της κοινωνίας, βρίσκονται ακόμα εδώ. Το παρακράτος και οι σκιώδεις του μηχανισμοί θα συνεχίσουν να αποτελούν το συμπλήρωμα της κατασταλτικής στρατηγικής του κράτους, επιχειρώντας εκεί που το επίσημο κράτος διστάζει μπροστά στο διαφαινόμενο πολιτικό κόστος. Είτε με τη μορφή ντοπαρισμένου νεοναζί μαχαιροβγάλτη, είτε ως έμμισθα στρατιωτάκια κάποιου εφοπλιστή, τα δεκανίκια της εξουσίας θα βρίσκονται πάντα απέναντι στους αγωνιζόμενους ανθρώπους.

Η συνδυαστική επίδραση στοιχείων ολοκληρωτισμού και δημοκρατίας είναι το κυριότερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του κράτους εδώ και αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης παίρνει σάρκα και οστά αντλώντας τη νομιμότητά του μέσα από ρητορικές περί ξεπεράσματος της κρίσης. Η προστασία του δημόσιου συμφέροντος επαφίεται στο μόνο δυνατό εκφραστή του, το κράτος. Οτιδήποτε καταστρατηγεί το ένα, καταστρατηγεί και το άλλο. Γι’ αυτό και ό,τι δε συνεισφέρει στην ομαλή κυκλοφορία του εμπορεύματος, τη συσσώρευση του κεφαλαίου και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφαλούς για επενδύσεις, συνθέτει ένα σκηνικό ανομίας που πρέπει να παταχθεί με κάθε κόστος. Με τελικό στόχο να καταστεί το κράτος μοναδικός και απόλυτος ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων έτσι ώστε να συνεχίσει να αναπαράγεται εν τέλει η ίδια η καταπίεση και η εκμετάλλευση.

Ο μόνος τρόπος για να μην αποτελέσουν νομοτέλεια όλα αυτά περνάει μέσα από τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα από τους ίδιους τους καταπιεσμένους, όπου θα ορίζουν οι ίδιοι τα περιεχόμενα και τις στοχεύσεις τους, χωρίς μεσολαβητές και απέναντι στους ισχυρούς αυτού του κόσμου. Μέσα από τη σύγκρουση με τις φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές (και τους φορείς τους), εκεί που εκφράζονται και αναζητούν ριζώματα. Μέσα από την υπεράσπιση των χώρων αντίστασης όταν δέχονται επιθέσεις από κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς. Και βέβαια μέσα από την αλληλεγγύη μεταξύ των αγωνιζόμενων και όσων αντιστέκονται.

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ

Attachment Size
KEIMENO_GIA_4 157.98 KB