Για την ομηρία των αναρχικών Μπονάνο και Στρατηγόπουλο

Για την ομηρία των αναρχικών Μπονάνο και Στρατηγόπουλο

Το πρωί της 1ης Οκτωβρίου πραγματοποιείται ληστεία από έναν ένοπλο σε τράπεζα στα Τρίκαλα. Λίγες ώρες μετά συλλαμβάνονται σε διαφορετικά σημεία ο 46χρονος Χρήστος Στρατηγόπουλος και ο 72χρονος Alfredo Bonanno. Ο Χρ. Στρατηγόπουλος αναλαμβάνει εξαρχής την ευθύνη για τη συγκεκριμένη απαλλοτρίωση, εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Στον A. Bonanno αποδίδεται κατηγορία για συναυτουργία και συμμετοχή στην ένοπλη ληστεία, και μάλιστα με δόλο. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες και υποστηρίζει ότι το πολύ πολύ να είναι ένοχος για υπόθαλψη εγκληματία, κάτι που άλλωστε του το επιβάλλουν οι αναρχικές αντιλήψεις του, στις οποίες παραμένει συνεπής πάνω από μισό αιώνα. Οι δύο σύντροφοι παραμένουν μέχρι και σήμερα προφυλακισμένοι στα κελιά της δημοκρατίας.

Ένας αμετανόητος Αναρχικός

Ο 73χρονος, πλέον, A. Bonnano είναι ένας από τους αναρχικούς στην Ιταλία (και όχι μόνο) με σημαντικό συγγραφικό έργο, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, μεταξύ τους και τα ελληνικά. Τη δεκαετία του ’70, θα συμμετάσχει μαζί με χιλιάδες άλλους και άλλες αγωνιστές και αγωνίστριες στο πολύμορφο και διάχυτο εξεγερσιακό κύμα, στην “έφοδο στον ουρανό” που θα σαρώσει την ιταλική χερσόνησο με μία μοναδική -για τα ευρωπαϊκά μεταπολεμικά δεδομένα- πυκνότητα και ένταση. Το έργο του στο επίπεδο της ανάλυσης και της θεώρησης είναι πλούσιο και ποικιλόμορφο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέσα από τις εκδόσεις Anarchismo και τις σελίδες του ομώνυμου περιοδικού και στη συνέχεια μέσα από τα περιοδικά Provocazione και Canenero (Μαύρο Σκυλί), θα επεξεργαστεί οργανωτικά ζητήματα επαναφέροντας έννοιες όπως εκείνες των ομάδων συγγένειας και των αυτοδιαχειριζόμενων δομών, θα εκδώσει μια πληθώρα βιβλίων για την ιστορία του αναρχικού κινήματος, θα αναλύσει τις δομές και την αναδιάρθρωση του τεχνολογικού-επιστημονικού συμπλέγματος του κράτους και του κεφαλαίου για να υποστηρίξει ότι το τρωτό και ευάλωτο σημείο της εξουσίας στη μεταβιομηχανική εποχή εντοπίζεται ακριβώς στη διάχυσή του μέσα στο κοινωνικό πεδίο (για να αμφισβητήσει έτσι την ερυθροταξιαρχική θέση περί της “ακαρδίας του κράτους”), θα θέσει μέσα από ένα εξεγερσιακό πρίσμα υπό κριτική την αναρχοσυνδικαλιστική θέση (που εκφράζεται κυρίως μέσα από τη F.A.I. – Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία) θεωρώντας την ως άτοπη και ατελέσφορη για την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, θα καταπιαστεί συχνά με το ζήτημα των φυλακών και τους αγώνες των κρατουμένων, θα ψηλαφίσει από πολύ νωρίς και με ιδιαίτερη οξυδέρκεια τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει σε υλικό και ψυχικό επίπεδο η είσοδος στη «ψηφιακή εποχή». Ο Bonnano θα βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των ιταλικών κατασταλτικών μηχανισμών και των μεθοδεύσεών τους. Το 1972 συλλαμβάνεται, καταδικάζεται και προφυλακίζεται με την κατηγορία της «ανατρεπτικής προπαγάνδας»(!), με αφορμή κάποια άρθρα που είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό Sinistra Libertaria (Ελευθεριακή Αριστερά). Την ίδια κατηγορία θα αντιμετωπίσει και το 1977 για το δοκίμιο «La gioia armata» (Ένοπλη Χαρά) και θα καταδικαστεί σε 18 μήνες φυλακή, με το Ιταλικό Ανώτατο Δικαστήριο να διατάζει την καύση του συγκεκριμένου βιβλίου. Την δεκαετία του ’90 το ιταλικό κράτος θα εξαπολύσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των αναρχικών με ενορχηστρωτή αυτών τον τότε εισαγγελέα Antonio Marini, ο οποίος και θα χρησιμοποιήσει τη συνεργαζόμενη ψευτομάρτυρα Nametschi Mogden. Με βάση το θεώρημα του Marini, στις 17/9/96 θα διωχθούν 60 αναρχικοί για συμμετοχή σε παράνομη ιεραρχικά δομημένη ένοπλη οργάνωση, την οποία οι διωκτικοί μηχανισμοί θα βαφτίσουν O.R.A.I. (Εξεγερσιακή Αναρχική Επαναστατική Οργάνωση), όνομα με το οποίο ουδέποτε είχε αναληφθεί η ευθύνη για οποιαδήποτε ενέργεια. Μέσα από το θεώρημα του Marini τα σπίτια των συντρόφων καθώς και οι καταλήψεις βαφτίζονται γιάφκες, τα έντυπα μετατρέπονται σε εργαλεία εσωτερικής χρήσης της «ένοπλης συμμορίας», οι συντροφικές σχέσεις παρουσιάζονται σαν επαφές των μελών της. Παράλληλα τα μμε θα δημιουργήσουν για τους κατηγορούμενους το προφίλ των «κακών αναρχικών» που έχουν διαγραφεί από τους «καλούς αναρχικούς» της F.A.I. Μέσα σ’ αυτήν τη σκευωρία, ο Bonnano θα κατηγορηθεί ως αρχηγός και θεωρητικός καθοδηγητής της εξεγερσιακής τάσης του αναρχικού κινήματος και θα καταδικαστεί σε 6 χρόνια κάθειρξης για ανατρεπτική προπαγάνδα. Θα απελευθερωθεί νωρίτερα από την ποινή του και θα τεθεί κατ’ οίκον περιορισμό λόγω προβλημάτων υγείας.

Εγκληματίας λόγω συγγραφικού έργου

Ο A. Bonnano αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, σοβαρά μυοσκελετικά προβλήματα) και η προφυλάκισή του οδηγεί με ακρίβεια στην φυσική του εξόντωση. Το ανθρωπιστικό προσωπείο του ελληνικού κράτους πέφτει για ακόμα μια φορά και αναδεικνύεται ο εκδικητικός χαρακτήρας του, όταν έχει στα χέρια του κοινωνικούς αγωνιστές και συνειδητοποιημένους εχθρούς του. Χαρακτηριστικό είναι το βούλευμα του εισαγγελέα Τρικάλων που τον θεωρεί άτομο με «εγκληματική διάθεση, που στηρίζεται στην ποιοτική αξία των αιτιών, την ποικίλη αξιόποινη δράση του, τη ροπή προς τις έκνομες ενασχολήσεις, την ιδιοσυγκρασία του που φωτογραφίζεται και μέσα από τα συγγράμματά του».

Κάποια λόγια για τις τράπεζες

Βασικός ρόλος του τραπεζικού συστήματος είναι ο έλεγχος, η συγκέντρωση και η διακίνηση του κεφαλαίου. Οι τράπεζες αυξάνουν τα κέρδη τους με τον τοκισμό και την επανεπένδυση των χρημάτων των καταθετών. Μέσα στις κερδοσκοπικές δραστηριότητες τους, η δανειοδότηση έχει εξέχουσα σημασία. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργεί με τέτοιους όρους που κρατούν σε χρόνια ομηρία μεγάλα κοινωνικά κομμάτια οξύνοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές αντιθέσεις. Γι’ αυτούς (και όχι μόνο) τους λόγους η πλειονότητα των καταπιεσμένων αντιλαμβάνεται τις τράπεζες διαχρονικά σαν εχθρό τους στον οποίο νιώθει την ανάγκη να επιτεθεί (από τους ληστές και τις σπασμένες τζαμαρίες, μέχρι τα καμένα καταστήματα στις εξεγέρσεις κάθε γωνιάς του πλανήτη).
Η ληστεία μιας τράπεζας μπορεί να είναι για την εξουσία στυγνό και κατάπτυστο έγκλημα που επισύρει σκληρή τιμωρία και εγκλεισμό, όμως ο ορισμός του εγκληματικού καταρρέει μπροστά στην αντίληψη που έχουν για τη φύση τέτοιων ενεργειών μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Ο καθένας θα λήστευε μια τράπεζα αν ήταν αόρατος. Η ληστεία μιας τράπεζας από την φύση της είναι μια στιγμή έμπρακτης αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης. Το κίνητρο είναι αυτό που καθορίζει την πολιτική και κοινωνική της σημασία, άρα και την επαναστατικότητά της. Η πράξη εμπεριέχει επιχειρήματα άρνησης της μισθωτής εργασίας και της εκμετάλλευσης. Εμπεριέχει σίγουρα την οικονομική ανάγκη. Κάθε ληστρική πράξη με παρόμοια πολιτικά και οικονομικά κίνητρα συνοδεύεται από την αλληλεγγύη μας.

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ Χ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Α. ΜΠΟΝΑΝΟ

Πέρασμα
συλλογικό εγχείρημα λόγου και δράσης

Αναφορικά με τις διώξεις για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Στοπ καρέ: Όπλα
Στοπ καρέ: Εκρηκτικά
Στοπ καρέ: Γιάφκες
Στοπ καρέ: Τρομοκράτες

Παρακολουθούμε ένα σενάριο ενορχηστρωμένο από την κυριαρχία και χιλιοπαιγμένο με μαεστρία από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στόχος είναι το μυαλό και τρόπος ο καταιγισμός κάθε βράδυ στις 8 από εικόνες, αποκλειστικά ρεπορτάζ, εμπιστευτικές πληροφορίες από τον 12ο όροφο της Γ.Α.Δ.Α. δοσμένες στο φιλοθέαμον κοινό σαν μασημένη τροφή από κάθε είδους ρουφιάνο που επιβιώνει και επιβεβαιώνει το ρόλο του σε τέτοιες στιγμές. Η αλήθεια και το ψέμα είναι σημεία διαχειρίσιμα από τον κυρίαρχο λόγο για να κατασκευαστούν παραβατικές ταυτότητες. Είσαι αγωνιστής; ένοχος. Επιτίθεσαι στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς; ένοχος. Επισκέπτεσαι σπίτια συντρόφων σου; ένοχος. Διαβάζεις βιβλία στη σκιά της καλαμωτής σου; ένοχος. Ποινικοποιούνται προσωπικές και συντροφικές σχέσεις σε ένα όργιο καταστολής. Η κατασκευή των γεγονότων δημιουργεί τη συνθήκη που το κράτος χρειάζεται για τη δίωξη, τη φυσική και πολιτική, εν τέλει, εξόντωση των συλληφθέντων συντρόφων. Αν τα γεγονότα δε συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν.

Τα ΜΜΕ είναι το μακρύ χέρι του κατασταλτικού μηχανισμού και ως τέτοιο έχει το ρόλο να τοποθετήσει το φόβο μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η τρομουστερία που καλλιεργείται καθημερινά στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός αισθήματος ανασφάλειας των «πολιτών», μια κατάσταση την οποία το κράτος πρέπει να διαχειριστεί θεσπίζοντας νέους νόμους, βγάζοντας μπάτσους κάθε είδους στους δρόμους και τις γειτονιές, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς ολοκληρωτικού ελέγχου για να αντιμετωπιστεί αυτό που αποκαλούν έγκλημα. Η ουσία των γεγονότων είναι σαφής: όλοι πρέπει να φοβούνται, να νιώθουν ανασφαλείς, αποσβολωμένα πλήθη μιας στημένης πραγματικότητας η οποία έχει τον τρόμο μέσα της.

Τρόμος είναι η καθημερινή βία του κράτους που προσπαθεί να περιχαρακώσει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, έχοντας στους δρόμους ένα στρατό έτοιμο να καταστείλει την οργή μας όταν εμείς αντιλαμβανόμαστε ποιά είναι θέση μας και επιλέγουμε να επιτεθούμε. Αυτή η οργή, αυτές οι στιγμές του πολέμου ενάντια στο κράτος, τα αφεντικά, την καταπίεση και την εκμετάλλευση, είναι ουσιαστικά τα στοιχεία που συγκρότησαν στο παρελθόν και συνεχίζουν να συγκροτούν τους κοινωνικούς αγώνες. Από τα σπλάχνα αυτών των αγώνων προέρχεται και η ένοπλη αντιπαράθεση με του κυρίαρχους μηχανισμούς, ως μια ακόμη πτυχή της πορείας προς την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση. Αντίθετα, η απόπειρα από τη μεριά της κυριαρχίας είναι να παρουσιάσει την επαναστατική πρακτική μακριά από τα σημεία γέννησής της. Αυτά της θέλησης για ελευθερία, της εχθρότητας για οτιδήποτε εξουσιαστικό, του συνεχούς αγώνα, της κοινωνικής ζύμωσης. Μέσα από την αναπαραγωγή ενός μεγάλου εύρους παράταιρων και φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους πληροφοριών, η κυρίαρχη προπαγάνδα αποζητά να μεταμορφώσει το λόγο των ομάδων ένοπλης πάλης. Το στοίχημα είναι να παρουσιαστούν οι επαναστάτες ως τρομοκράτες, άτομα διαταραγμένα, εχθροί της κοινωνίας. Να συσχετιστεί η επιλογή της ένοπλης αντιπαράθεσης με αστυνομικού χαρακτήρα σενάρια γεμάτα από πράκτορες, άτομα αμφιβόλου ιδεολογικής και πολιτικής τοποθέτησης. Αρκεί όμως κάποιος να διαβάσει τα κείμενα που δημοσιεύονται μετά από κάθε αντάρτικη ενέργεια για να αντιληφθεί αυτό που πραγματικά λένε, αυτό που στοχεύουν, δηλαδή το κράτος, το κεφάλαιο, τους συμβολικούς του χώρους και τους λακέδες τους.

Οι επαναστατικές, κινηματικές ενέργειες έχουν εγκληματική διάσταση για το κράτος, πράγμα που αποτυπώνεται μέσα στο ίδιο το δικαικό σύστημα. Οι κυρίαρχοι μηχανισμοί από τη μια προσπαθούν να επιτύχουν μια «συναίνεση τρόμου» από την κοινωνία, από την άλλη αποσκοπούν στην φυσική καταστολή όσων αποκλίνουν από το κανονικοποιημένο πλαίσιο συμπεριφοράς, όπως άνθρωποι που συμμετέχουν σε πορείες, μικροπαραβατικοί, φτωχοδιάβολοι, κοινωνικοί αγωνιστές, μετανάστες, τοξικομανείς.

Δομικό στοιχείο στην κανονικοποίηση τόσο της συμπεριφοράς μας όσο και της ίδιας μας της ζωής, των οραμάτων μας, είναι η ύπαρξη του Νόμου. Τόσο σε γενικό επίπεδο (του ορισμού του τι είναι και τι όχι νόμιμο-δίκαιο-δικαιοσύνη) όσο και σε ειδικό, με τα διάφορα νομοσχέδια για την ασφάλεια, την καταστολή, τον έλεγχο της δημόσιας σφαίρας, της πάταξης συμπεριφορών που αμφισβητούν το κυρίαρχο. Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ένα πλήθος νομοσχεδίων, ειδικών περιπτώσεων, αλλαγών σε άρθρα που αφορούν κάμερες, συστήματα παρακολούθησης, ψηφιακές ταυτότητες, βάσεις δεδομένων με όλα μας τα στοιχεία (κοινωνικά και βιολογικά) και σαφώς, σε περίοπτη θέση, τον τρομονόμο. Μια περίπτωση του Νομικού Κώδικα που παρέχει τα μέσα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, να εφαρμόσουν τα σχέδια τους απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», αυτόν που θέλουν να χτυπήσουν κάθε φορά. Έχοντας νέα νομικά όπλα στα χέρια της, η κυριαρχία μπορεί πλέον να ανάγει το αποτύπωμα στο σπίτι ενός συντρόφου ως ικανό, επαρκές στοιχείο για την εφαρμογή του τρομονόμου και την προφυλάκιση. Δεν επιθυμούμε να εκθέσουμε ως παράλογη τη διαδικασία αυτή, καθώς δεν μπορεί η στόχευση του Νόμου να είναι διαφορετική. Επιθυμούμε, ωστόσο, να καταδείξουμε ότι η συνεχής αναβάθμιση του νομικού οπλοστασίου των κρατών, σε συνδυασμό με τη συναίνεση κοινωνικών κομματιών σε αυτήν ορίζουν το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι επιτρεπτό να εκφράζεται η κοινωνική δυσαρέσκεια. Όλα μπορούν να σταθούν από τη μεριά του κράτους και οτιδήποτε μπορεί να τοποθετηθεί ως στοιχείο. «Δίκαιο» με κυριαρχικούς όρους είναι όσοι χρησιμοποιούν τη βία (γενικά και αόριστα) να πατάσσονται. Σε αυτό όμως μπορούμε να απαντήσουμε. Το δίκαιο δεν το περιμένουμε από κανένα δικαστήριο, κανένα θεσμό και δεν θα μας το ορίσει η εξουσία. Δίκαιο είναι αυτό που οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι αποδίδουν στον αγώνα τους μέσα από τα θέλω και τα οράματά τους. Η ανάλυση της άρθρωσης του κατασταλτικού μηχανισμού είναι αρκετή για να αντιληφθούμε ότι οποιοσδήποτε μπορεί να βρεθεί ανά πάσα ώρα και στιγμή όμηρος του νομικού συστήματος. Σε αυτό δεν μπορούμε να δούμε μια παράλογη, προσωρινή κατάσταση, αλλά την μοναδική ουσία του «δικαίου» που αναγνωρίζουν οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί. Της υποταγής σε αυτούς.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη, όμως, έφερε στην επιφάνεια ένα τεράστιο πλήθος ριζοσπαστικών δυναμικών. Μπροστά στην συνολική σύγκρουση εκείνων των ημερών, το κράτος έπρεπε και πρέπει να διαχειριστεί τη θέληση και την αντίληψη εκείνων που μέσα και από την εξέγερση επέλεξαν να δρουν ενάντια στην καθεστηκυία τάξη. Η κρατική προπαγάνδα υιοθέτησε αιχμές της αντιεξέγερσης. Μιας κατάστασης που όλες οι αντιδραστικές και συντηρητικές δυνάμεις επιτέθηκαν συγκροτημένα στην κοινωνία σε φυσικό και νοητικό επίπεδο, προσπαθώντας να απονοηματοδοτήσουν την ουσία των γεγονότων και της πάλης που διεξάγεται. Για να συμβεί αυτό, πέρα από τον καταιγισμό των πληροφοριών και των σημείων που συγκροτούν το αντιεξεγερτικό δόγμα, έπρεπε να παρουσιαστεί και από τη μεριά της φυσικής καταστολής η «έργο». Από την επίθεση στους μετανάστες (Εφετείο, καταυλισμός στην Πάτρα, Άγιος Παντελεήμονας), την επίθεση σε αγωνιζόμενα κομμάτια και χώρους (καταστολή σε πορείες, στέκι Ρεσάλτο, προφυλάκιση του Μάριου Ζέρβα, αστυνομοκρατία), μέχρι και το κομβικό σημείο της δήθεν εξάρθρωσης της «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς» και του «Επαναστατικού Αγώνα». Σύντροφοι και αγωνιστές στοχοποιούνται και προφυλακίζονται, λίστες υπόπτων και διωκόμενων δίνονται στη δημοσιότητα από τα κυπατζίδικα σκυλιά. Είναι σαφές ότι η αντιεξέγερση πέραν της προσπάθειας να αποκωδικοποιήσει και να ενσωματώσει το νόημα του Δεκέμβρη, προσπαθεί να βρει και τους νέους τρόπους για την ολοένα και μεγαλύτερα εξάπλωση της καταστολής, απαραίτητης για να διατηρήσει το κράτος στα χέρια του το μονοπώλιο της βίας.

Έχοντας πάρει σαφή και ανυποχώρητη θέση στα χαρακώματα του πολέμου ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, στις τάξεις των από κάτω αυτού του κόσμου, η αλληλεγγύη μας στους αιχμαλώτους συντρόφους είναι δεδομένη, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να υπάρχουν με την πολιτική θεώρηση ή και τις πρακτικές κάποιων. Δεν πέφτουμε στην, στημένη από την κυριαρχία, παγίδα της ιεράρχησης και διαχωρισμού των μέσων πάλης, αναγνωρίζοντας τον ένοπλο αγώνα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της πολύπλευρης και πολύμορφης επαναστατικής υπόθεσης. Η άρνηση του υπάρχοντος και η επίθεση στον οποιοδήποτε ρυθμιστή του δεν μπορεί να προκαλεί τρόμο παρά μόνο στα ίδια τα στοιχεία που συνθέτουν τον εξουσιαστικό κορμό. Στο ζοφερό τοπίο της καταιγιστικής καθεστωτικής προπαγάνδας, της διάχυτης επιβραβευόμενης ρουφιανιάς και της καταστολής αρθρώνουμε και θα αρθρώνουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη μας σε κάθε διωκόμενο κοινωνικό αγωνιστή.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥΣ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΟΜΗΡΟΥΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Πέρασμα
συλλογικό εγχείρημα λόγου και δράσης