Για τα γεγονότα της 48ωρης απεργίας 19 και 20 Οκτώβρη

Το διήμερο 19-20/10 είχε την προοπτική να εξελιχθεί σε κάτι σημαντικότερο από μια απεργία ”πυροτέχνημα” αφού μπορεί να νοηθεί ως η συνέχεια της προσπάθειας αποσταθεροποίησης του κρατικού μηχανισμού που είχε ξεκινήσει εδώ και πολλές μέρες με καταλήψεις πλήθους κρατικών και δημοτικών κτιρίων, απεργίες διαρκείας εργαζομένων σε δήμους, πορείες κτλ.

Την Τετάρτη 19/10, πρώτη μέρα της διήμερης απεργιακής κινητοποίησης, στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις η συμμετοχή του κόσμου ξεπερνά κάθε προσδοκία. Οι δρόμοι κατακλύζονται από πλήθος κόσμου αποδεικνύοντας ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δε συμβιβάζεται με τις αποφάσεις του κράτους και εναντιώνεται στην περαιτέρω προσπάθεια λεηλασίας των ζωών του. Λίγο μετά τις 2 ξεκινούν σποραδικές επιθέσεις κατά των διμοιριών των ΜΑΤ μπροστά στη βουλή και γίνεται προσπάθεια γκρεμίσματος του φράχτη που έχει στηθεί στο πλάι του κτιρίου. Οι συγκρούσεις συνεχίζονται μέχρι αργά το απόγευμα ενώ παράλληλα επεκτείνονται και σε γύρω περιοχές όπως Μοναστηράκι, Προπύλαια και Εξάρχεια.

Έχοντας αυτή την εικόνα εντυπωμένη, μια εικόνα που εδώ και μήνες επαναλαμβάνεται σε κάθε απεργία καθιστώντας μόνιμη μια συνθήκη σύγκρουσης (κύριος στόχος των διαδηλωτών το κτίριο της βουλής) και ανάδειξης εξεγερσιακών διαδικασιών, την επόμενη μέρα, χιλιάδες διαδηλωτών, προσεγγίζοντας το χώρο του συντάγματος αντικρίζουν ανθρώπινες αλυσίδες από μέλη του ΠΑΜΕ, αντικειμενικά να περιφρουρούν τη βουλή από τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Πολύ πιο πίσω από τις αλυσίδες του ΠΑΜΕ, οι δυνάμεις των ΜΑΤ σε κατάσταση αναμονής, γεγονός που φανερώνει τη συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ τους αφού οποιοιδήποτε άλλοι διαδηλωτές κι αν βρίσκονταν στο συγκεκριμένο σημείο, είναι σίγουρο πως θα είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις των ΜΑΤ ακόμα και για να παραμείνουν εκεί.

Στη συνέχεια όταν διάφορα μπλοκ προσπάθησαν να προσεγγίσουν τη βουλή, οι αλυσίδες του ΠΑΜΕ τα εμπόδισαν δημιουργώντας μικρή ένταση. Με αφορμή αυτό το γεγονός αλλά και γενικότερα την κυριαρχική συμπεριφορά που επέδειξε το ΠΑΜΕ πάνω στον τρόπο διεξαγωγής της διαδήλωσης είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν συρράξεις μεταξύ της περιφρούρησης του ΠΑΜΕ που αποτελούνταν από ροπαλοφόρους και κρανοφόρους, και ενός κομματιού που είχε εξοργιστεί με τη λογική του αποκλεισμού, αρκετή ώρα πριν φτάσουν εκεί τα αναρχικά μπλοκ.

Για εμάς το ΠΑΜΕ αλλά και το “Κ”ΚΕ του οποίου αποτελεί όργανο, έπαιξε ένα συγκεκριμένο ρόλο, αυτόν του εγγυητή της ομαλότητας ενάντια σε όποιον παρεκκλίνει από τα πλαίσια της αστικής νομιμότητας. Περιφρούρησε τη βουλή εξασφαλίζοντας ότι δε θα διαταραχθεί η διαδικασία της ψηφοφορίας. Χαρακτηριστικά πολλοί βουλευτές εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τη συμπεριφορά του ΠΑΜΕ και δήλωσαν ότι αισθάνονται απόλυτη ασφάλεια όσο το ΠΑΜΕ περιφρουρεί το κοινοβούλιο.

Είναι εμφανές ότι στο ΠΑΜΕ είχε εκχωρηθεί από το ίδιο το κράτος ο ρόλος των μπάτσων. Επίσης, έγινε ξεκάθαρο ότι βρισκόταν σε συνεχή συννενόηση και συνεργασία με τους ΜΑΤατζήδες αφού όχι μόνο παρέδιδε αβέρτα κόσμο σε αυτούς αλλά και όταν άρχισαν οι ορδές τους να υποχωρούν τους αντικατέστησαν. Για μας ο επιχειρησιακός συντονισμός μεταξύ του ΠΑΜΕ και της αστυνομίας αντανακλά μια ευρύτερη πολιτική συνδιαλλαγή ανάμεσα στο “Κ”ΚΕ και στο κράτος. Θεωρούμε ότι το “Κ”ΚΕ ως ο “μόνος” εκφραστής της εργατικής τάξης και “αποκλειστικός αντιπρόσωπος” του αγωνιζόμενου λαού απέδειξε για ακόμη μια φορά ότι αποτελεί τον αριστερό στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος προφυλάσσοντας τους βουλευτές από την οργή των απεργών – διαδηλωτών. Οι επαναστατικές του φανφάρες περιορίζονται στα στενά όριο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογικών αναμετρήσεων. Επιδιώκει τη χαλιναγώγηση του αγώνα και την υπόδειξη ενός ειρηνικού μοντέλου διαμαρτυρίας πάντα μέσα από τις “αγωνιστικές” του γραμμές. Αυτός ο πολιτικά ακίνδυνος τρόπος διεξαγωγής της ταξικής πάλης δε θα μπορούσε να μην έχει και τη συμπαράσταση όλων των αστικών ΜΜΕ και μεγαλοδημοσιογράφων που με περίσσια χαρά επευφημούσαν τη στάση του ΠΑΜΕ για την αποτελεσματική εκδίωξη των “προβοκατόρων” (π.χ. δελτίο ειδήσεων ΣΚΑΙ, λεζάντα: “διαδηλωτές εναντίον κουκουλοφόρων”).

Μ’ αυτή την τακτική η ηγεσία του “Κ”ΚΕ θέλησε απ’ τη μία να προσεταιρίσει συντηρητικά κοινωνικά κομμάτια που αναζητούν μια ήπια μεταστροφή του πολιτικού σκηνικού εντός του υπάρχοντος αστικού πολιτεύματος και απο την άλλη επικοινωνιακά να συσπειρώσει τον κόσμο του απέναντι στην υποτιθέμενη επίθεση που δέχεται από παρακρατικούς μηχανισμούς.

Εμείς ως αναρχικοί θέλουμε να διευκρινίσουμε κάποια ζητήματα. Θεωρούμε ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί το κίνημα τίθενται πάντα υπό κριτική και η χρήση τους οφείλει να έχει εργαλειακό χαρακτήρα γι’ αυτό και δεν προσπαθήσαμε ουδέποτε την ιδεολογικοποίησή τους. Στη βία όμως που συναντάμε καθημερινά από τα σχολεία, την εργασία μέχρι τις πορείες απαντάμε με τη δική μας αντιβία. Μια αντιβία που στρέφεται ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο και τους κατασταλτικούς του μηχανισμούς. Επειδή αυτή η αντιβία είναι κατά κανόνα παράνομη, χρειάζεται να παίρνουμε κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης ούτως ώστε να μην αφήνουμε περιθώρια αναγνώρισης και τιμωρίας μας από το κράτος και τους ρουφιάνους του. Είμαστε οι ίδιοι που μοιράζουμε κείμενα, στήνουμε συλλογικές κουζίνες, επικοινωνούμε με τους διπλανούς μας στο δρόμο, με εκείνους που με κουκούλα ή χωρίς, παλεύουν για ένα συγκεκριμένο σκοπό ο οποίος προωθεί το γενικότερο απελευθερωτικό πρόταγμα και επιδιώκει την συνύπαρξη όλων των “από τα κάτω” αυτού του κόσμου απέναντι στους δυνάστες τους. Όταν λοιπόν όλος αυτός ο κόσμος που αγωνίζεται επιλέγει στο δρόμο να συγκρουστεί είτε με τις δυνάμεις καταστολής του κράτους είτε με την περιφρούριση του ΠΑΜΕ και κάθε επίδοξου πεφωτισμένου αρχηγού των κινημάτων το κάνει γιατί η αξιοπρέπεια όλων μας στο δρόμο στέκεται πιο πάνω από την κρατική βία και σίγουρα πιο πάνω από εκβιαστικές προσταγές του ΠΑΜΕ (και κάθε ΠΑΜΕ). Απέναντι στα νταβατζιλίκια του κάθε αστικού κόμματος που τρέμει μπροστά στην κοινωνική οργή, περιφράσσοντάς την και προσπαθώντας να την καναλιζάρει, διεκδικούμε και θα διεκδικούμε τη θέση μας στο δρόμο. Εκεί που θα έρθουμε κοντά με άλλα κοινωνικά κομμάτια, εκεί που όλοι μαζί θα υπερασπιστούμε τη θέση μας, τις επιθυμίες μας και την πραγμάτωσή τους.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι γύρω από το θάνατο του οικοδόμου Δημήτρη Κοτζαρίδη, σύσσωμο το αστικό μπλοκ, μαζί με το “Κ”ΚΕ και κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, έστησαν μία χυδαία ρητορική. Μια ρητορική που συμπυκνώνεται στη γραμμή προβοκάτορες = συγκρούσεις = μπάτσοι = χημικά = νεκρός. Η ευθύνη επιρρίπτεται σε ένα θολό υποκείμενο, τους προβοκάτορες, που σε αυτό το σχήμα πρέπει να είναι θολό, ακριβώς για να τρέφει τα αισθήματα περί ευθύνης. Ευθύνης δηλαδή του κόσμου που συγκρουόταν, της ίδιας της σύγκρουσης. Το “Κ”ΚΕ και όλοι μαζί αντί να μιλήσουν για τα ΜΑΤ, την καταστολή, τους φονιάδες μπάτσους που μας έχουν πνίξει στον καρκίνο των δακρυγόνων (πιθανή αιτία θανάτου και του Δημήτρη Κοτζαρίδη), επιλέγουν να σκυλέψουν τη μνήμη ενός ανθρώπου που όπως όλα δείχνουν έχασε τη ζωή του στο δρόμο. Στο δρόμο όμως, χρόνια τώρα, δεκαετίες ολόκληρες, οι νεκροί είναι από τις τάξεις των αγωνιζόμενων, δολοφονημένοι από μπάτσους, έχοντας πέσει μαχόμενοι, συμμετέχοντας ή μη στις συγκρούσεις.

Όσον αφορά την πλειονότητα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία υπερασπίστηκε τη στάση του ΠΑΜΕ κάνοντας λόγο για προβοκάτορες και παρακρατικούς που επιτίθενται σε “διαδηλωτές”, δείχνει ότι η αντίληψή της απέναντι στη σύγκρουση με το κράτος δεν ξεπερνά τα όρια της αστικής νομιμότητας. Μια αριστερά που έχει δομήσει το λόγο και τη δράση της στο δόγμα της καταγγελίας, αποδεικνύοντας ότι δεν έχει καμία διάθεση να μετουσιώσει σε πράξη την εξεγερτική ρητορεία που κατά διαστήματα χρησιμοποιεί.

Εμείς συνεχίζουμε να πορευόμαστε ακηδεμόνευτα και αυτοοργανωμένα, να μην αναζητούμε ηγέτες και σωτήρες. Να προωθούμε τη γενικευμένη κοινωνική ανυπακοή έξω από θεσμούς, κόματα και παρατάξεις και να δημιουργούμε τις δικές μας αντι-δομές στις οποίες όλοι ισότιμα θα παίρνουμε αποφάσεις για ζητήματα που μας αφορούν άμεσα και δεν αναθέτουμε σε κανέναν “ειδικό της επανάστασης” και καμιά πρωτοπορία να βρει λύση για την ίδια μας τη ζωή. Το έχουμε πει και σε παλιότερα κείμενα: η απελευθερωτική υπόθεση άπτεται συνολικότερων διεργασιών που οφείλουν να γίνουν με κόσμο από τα κάτω και σε ευθεία αντιπαράθεση με το κράτος και το κεφάλαιο. Μια αντιπαράθεση που δεν περιορίζεται σε μονομερείς “εκτονώσεις” αλλά γίνεται βίωμα και τρόπος ζωής. Συλλογικά και αντιιεραρχικά, οργανωνόμαστε, σε χώρους εργασίας, σχολές, γειτονιές, πλατείες, προκειμένου να αντισταθούμε στην καπιταλιστική βαρβαρότητα με στόχο να οικοδομήσουμε ένα κόσμο ισότητας και αλληλεγγύης.